- ευχαλίνωτος
- εὐχαλίνωτος, -ον (Α)αυτός που συγκρατείται καλά, που είναι καλά χαλιναγωγημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαλινωτος (< χαλινώ), πρβλ. α-χαλίνωτος, δυσ-χαλίνωτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐχαλίνωτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχάλινος — εὐχάλινος, ον (Α) (για ίππους) 1. αυτός που έχει ωραίο χαλινό 2. αυτός που χαλιναγωγείται καλά, που συγκρατείται καλά, ευχαλίνωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλινός] … Dictionary of Greek
εύφιμος — εὔφιμος, ον (Α) 1. (για άλογο) ευχαλίνωτος, που δέχεται εύκολα χαλινό 2. αυτός που σταματάει με τη στύψη, ο στυπτικός, ο αιμοστατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιμός «φίμωτρο»] … Dictionary of Greek